- μανθάνων
- μανθάνωlearnpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
выкноути — ВЫКН|ОУТИ (8), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Учиться, усваивать: и выкнаи [в др. сп. въвыкні] бл҃гопослѹшаниѥмь. и пода˫аи съ тихостию. и слѹжаи съ бързостию. (ὁ μανθάνων) КЕ XII, 61а; ˫Ако подобаѥть просвѣщеныимъ вѣрѣ выкнѹти. и въ средѹ недѣлѣ възвѣщати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
φιλόπευστος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοπευθής, ἡδέως μανθάνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πευστός (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. ἄ πευστος] … Dictionary of Greek